- αβασία
- Ψυχοπαθολογική κατάσταση υστερικού χαρακτήρα ανθρώπου, ο οποίος δεν μπορεί να βαδίσει κανονικά, ενώ μπορεί να μετακινείται με πηδήματα ή μπουσουλώντας, να κολυμπάει, να σκαρφαλώνει στα δέντρα ακόμη και να χορεύει. Τις περισσότερες φορές παρουσιάζεται ύστερα από μια πολύ ισχυρή συγκίνηση και οφείλεται σε διακοπή της συνεργασίας μεταξύ κινητικών νεύρων. Παρατηρείται σε τρεις μορφές: παραλυτική α., χοροειδής α. και τρομώδης α. Η α. στις περισσότερες περιπτώσεις είναι δύσκολα θεραπεύσιμη.
* * *ηανικανότητα βαδίσεως από ψυχική ή οργανική αιτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < abasia, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενές < α- στερητ. + βάσις (= βήμα)].
Dictionary of Greek. 2013.